- ἐννεάχωρος
- ἐννεᾰ-χωρος, ον,A containing nine terms or places,
στίχος Theol.Ar.28
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στίχος Theol.Ar.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐννεάχωρος — containing nine terms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek